- μεταπρεπής
- μεταπρεπής, -ές (Α)αυτός που διαπρέπει μεταξύ άλλων, διακεκριμένος, ξεχωριστός («ἄφθιτον ἀστερόεντα, μεταπρεπέ' ἀθανάτοισιν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, δια-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.